- γαλλαῖος
- γαλλαῖος, α, ον,A of a
Γάλλος, γ. Κυβέλης ὀλόλυγμα Rhian.67
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Γάλλος, γ. Κυβέλης ὀλόλυγμα Rhian.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαλλαίης — γαλλαῖος of a fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλαίῳ — γαλλαῖος of a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλαία — γαλλαίᾱ , γαλλαῖος of a fem nom/voc/acc dual γαλλαίᾱ , γαλλαῖος of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)